σκίρον

σκίρον
και σκίρρον και εσφ. γρφ. σκῡρον, τὸ, ΜΑ
μσν.
εσχάρα έλκους, κρούστα, κάκαδο
αρχ.
1. ο εξωτερικός φλοιός τού τυριού
2. αποξηραμένες βρομιές, ακαθαρσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῖρος, () «σκληρή γη» με αλλαγή γένους. Ο τ. σκῦρον είναι εσφ. γρφ., πιθ. κατ' επίδραση τού σκῦρος «σκληρή γη»].
————————
τὸ, Α
1. πλατύγυρο λευκό σκιάδιο το οποίο κρατούσαν οι Ετεοβουτάδες πάνω από τα κεφάλια τής ιέρειας τής Αθηνάς και τών ιερέων τού Ποσειδώνος και τού Ηλίου στην πομπή από την αθηναϊκή ακρόπολη μέχρι την τοποθεσία που ονομαζόταν Σκίρον ή Σκῑρον, κατά την εορτή τής Αθηνάς
2. λευκό σκιάδιο το οποίο κρατούσε ο ιερέας τού Ερεχθέως κατά την εορτή τής Σκιράδος Αθηνάς στις 12 τού μήνα Σκιροφοριώνος
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Σκίρα
εορτή την οποία τελούσαν οι Αθηναίοι κατά τον μήνα Σκιροφοριώνα, δηλαδή περί τα τέλη Ιουνίου, προς τιμήν τής Σκιράδος Αθηνάς, τού Φυταλμίου Ποσειδώνος, τής Δήμητρος και τής Κόρης, αλλ. Σκιροφόρια
4. φρ. «τῇ δωδεκάτῃ τῶν Σκίρων» — στις 12 τού μήνα Σκιροφοριώνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. τεχνικός και θρησκευτικός, άγνωστης ετυμολ. Αμφίβολη είναι η σύνδεση τού τ. τόσο με τη λ. σκιά (λόγω τής σημ. «σκιάδιον») όσο και με τους τ.: γοτθ. skeirs, ισλδ. skīrr, γερμ. Schier «λάμψη». Αβέβαιη, τέλος, θεωρείται και η σύνδεση τής λ. με το τοπωνύμιο Σκῖρος (πρβλ. σκίραφος και σκῖρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκῖρον — neut nom/voc/acc sg σκῖρος hard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκίρον — neut nom/voc/acc sg Σκίρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκίρον — the large white sunshade neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιρόν — σκιρός hard masc acc sg σκιρός hard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκῖρον — Σκῖρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκίροις — σκίρον the large white sunshade neut dat pl σκί̱ροις , σκῖρον neut dat pl σκί̱ροις , σκῖρος hard masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκίρου — σκίρον the large white sunshade neut gen sg σκί̱ρου , σκῖρον neut gen sg σκί̱ρου , σκῖρος hard masc gen sg σκιρόω pres imperat act 2nd sg σκιρόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκίρων — σκίρον the large white sunshade neut gen pl σκί̱ρων , σκῖρον neut gen pl σκί̱ρων , σκῖρος hard masc gen pl σκιρόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σκιρόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκίρῳ — σκίρον the large white sunshade neut dat sg σκί̱ρῳ , σκῖρον neut dat sg σκί̱ρῳ , σκῖρος hard masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκίρα — σκίρον the large white sunshade neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”